- αὐλοποιΐα
- αὐλο-ποιΐα, ἡ,A flute-making, Poll.7.153.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐλοποιία — αὐλοποιίᾱ , αὐλοποιία flute making fem nom/voc/acc dual αὐλοποιίᾱ , αὐλοποιία flute making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλοποιία — αὐλοποιία και αὐλοποιική, η (Α) [αυλοποιός] η τέχνη της κατασκευής αυλών … Dictionary of Greek
αὐλοποιίαν — αὐλοποιίᾱν , αὐλοποιία flute making fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)